Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
κατάβορρος
καταβόσκω
καταβόστρυχος
View word page
καταβλητέον
καταβλητέον
neut.impers.vbl.adj.
see
καταβάλλω
ShortDef
one must sow
Debugging
Headword:
καταβλητέον
Headword (normalized):
καταβλητέον
Headword (normalized/stripped):
καταβλητεον
IDX:
21208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21209
Key:
καταβλητέον
Data
{'headword_display': '<b>καταβλητέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταβλητέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταβάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταβλητέον'}