Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
κατάβορρος
καταβόσκω
View word page
κατάβλημα
κατάβλημαατοςnκαταβάλλω philos.overthrow, dethronementof the sensesDemocr.

ShortDef

overthrow

Debugging

Headword:
κατάβλημα
Headword (normalized):
κατάβλημα
Headword (normalized/stripped):
καταβλημα
IDX:
21207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21208
Key:
κατάβλημα

Data

{'headword_display': '<b>κατάβλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάβλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταβάλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>philos.</Indic><Tr>overthrow, dethronement<Expl>of the senses</Expl></Tr><Au>Democr.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάβλημα'}