Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
View word page
κατα-βῑνέω
καταβῑνέωcontr.vbpidgin Gk. καταβεβῑ́νησι (cj.), app. for 3sg.pf.pass. καταβεβῑ́νηται pass.fig., of a quiverbe fucked awayi.e. be lost through its owner's womanisingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβῑνέω
Headword (normalized):
καταβῑνέω
Headword (normalized/stripped):
καταβινεω
IDX:
21202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21203
Key:
καταβῑνέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βῑνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βῑνέω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pidgin Gk. <Gr>καταβεβῑ́νησι</Gr> (cj.), app. for 3sg.pf.pass. <Gr>καταβεβῑ́νηται</Gr></Lbl></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>fig., of a quiver</Indic><Def>be fucked away<Expl>i.e. be lost through its owner's womanising</Expl></Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'καταβῑνέω'}