Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
View word page
καταβιβαστέος
καταβιβαστέοςᾱ ονvbl.adj of personsto be sent downto a cave, fig.ref. to the world of ignorancePl.

ShortDef

to be brought down

Debugging

Headword:
καταβιβαστέος
Headword (normalized):
καταβιβαστέος
Headword (normalized/stripped):
καταβιβαστεος
IDX:
21200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21201
Key:
καταβιβαστέος

Data

{'headword_display': '<b>καταβιβαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταβιβαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>to be sent down<Expl>to a cave, fig.ref. to the world of ignorance</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταβιβαστέος'}