Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλανάω
ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
View word page
ἀπο-πλίσσομαι
ἀποπλίσσομαιmid.vbaor.
ἀπεπλιξάμην
skip awayin a carefree mannerAr.

ShortDef

to trot off

Debugging

Headword:
ἀποπλίσσομαι
Headword (normalized):
ἀποπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπλισσομαι
IDX:
211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-212
Key:
ἀποπλίσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πλίσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πλίσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἀπεπλιξάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>skip away<Expl>in a carefree manner</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπλίσσομαι'}