Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
View word page
καταβεβλημένως
καταβεβλημένωςpf.pass.ptcpl.advsee underκαταβάλλω

ShortDef

contemptibly

Debugging

Headword:
καταβεβλημένως
Headword (normalized):
καταβεβλημένως
Headword (normalized/stripped):
καταβεβλημενως
IDX:
21196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21197
Key:
καταβεβλημένως

Data

{'headword_display': '<b>καταβεβλημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταβεβλημένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>καταβάλλω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταβεβλημένως'}