Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
View word page
κατα-βεβαιόομαι
καταβεβαιόομαιmid.contr.vb of a historianstrongly assertinsistw.acc. + inf.that sthg. is the casePlu.

ShortDef

to affirm strongly

Debugging

Headword:
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized):
καταβεβαιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβεβαιοομαι
IDX:
21195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21196
Key:
καταβεβαιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βεβαιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βεβαιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a historian</Indic><Def>strongly assert</Def><Tr>insist</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταβεβαιόομαι'}