Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
View word page
καταβάτης
καταβάτηςουmκαταβαίνω one who jumps down from a chariotto fightmounted infantrymanPl.

ShortDef

one who dismounts

Debugging

Headword:
καταβάτης
Headword (normalized):
καταβάτης
Headword (normalized/stripped):
καταβατης
IDX:
21194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21195
Key:
καταβάτης

Data

{'headword_display': '<b>καταβάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταβάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>καταβαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who jumps down from a chariot<Expl>to fight</Expl></Def><nS2><Tr>mounted infantryman</Tr><Au>Pl.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'καταβάτης'}