Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
View word page
καταβασμός
καταβασμόςAtt.mseeκαταβαθμός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβασμός
Headword (normalized):
καταβασμός
Headword (normalized/stripped):
καταβασμος
IDX:
21192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21193
Key:
καταβασμός

Data

{'headword_display': '<b>καταβασμός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταβασμός</HL><PS>Att.m</PS></HG><XR>see<Ref>καταβαθμός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταβασμός'}