Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
καταβιβαστέος
View word page
καταβᾱ́ς
καταβᾱ́ς
athem.aor.ptcpl.
see
καταβαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταβᾱ́ς
Headword (normalized):
καταβᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
καταβας
IDX:
21190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21191
Key:
καταβᾱ́ς
Data
{'headword_display': '<b>καταβᾱ́ς</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταβᾱ́ς<LblR>athem.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see <Ref>καταβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταβᾱ́ς'}