Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
καταβιβάζω
View word page
κατα-βαρῡ́νομαι
καταβαρῡ́νομαιpass.vb of eyesbecome heavyw. sleepNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβαρῡ́νομαι
Headword (normalized):
καταβαρῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβαρυνομαι
IDX:
21189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21190
Key:
καταβαρῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βαρῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βαρῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of eyes</Indic><Tr>become heavy<Expl>w. sleep</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταβαρῡ́νομαι'}