Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
καταβιάζομαι
View word page
κατα-βαρέω
καταβαρέωcontr.vb of wrestlersoverpoweropponentsPlu.pass.of troopsbe overpoweredPlb.

ShortDef

to weigh down, overload

Debugging

Headword:
καταβαρέω
Headword (normalized):
καταβαρέω
Headword (normalized/stripped):
καταβαρεω
IDX:
21188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21189
Key:
καταβαρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βαρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βαρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of wrestlers</Indic><Tr>overpower</Tr><Obj>opponents<Au>Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of troops</Indic><Def>be overpowered</Def><Au>Plb.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταβαρέω'}