Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάστωρ
Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
καταβεβλημένως
καταβείομεν
View word page
κατα-βάπτομαι
καταβάπτομαιpass.vb of ironbe dippedimmersedw.dat.in vinegarduring manufacturePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβάπτομαι
Headword (normalized):
καταβάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβαπτομαι
IDX:
21187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21188
Key:
καταβάπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βάπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βάπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of iron</Indic><Tr>be dipped<or/>immersed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in vinegar<Expl>during manufacture</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταβάπτομαι'}