Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καστόριαι
καστόρνῡμι
κάστωρ
Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
κατάβασις
καταβασμός
καταβατέον
καταβάτης
καταβεβαιόομαι
View word page
κατα-βακχιόομαι
καταβακχιόομαιmid.contr.vbβάκχιος fig., of a city, i.e. its inhabitantsconsecrate oneself to Bacchusw.dat.w. branches of oak or pineE.

ShortDef

to be full of Bacchic frenzy

Debugging

Headword:
καταβακχιόομαι
Headword (normalized):
καταβακχιόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβακχιοομαι
IDX:
21185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21186
Key:
καταβακχιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βακχιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>βακχιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>βάκχιος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a city, i.e. its inhabitants</Indic><Tr>consecrate oneself to Bacchus</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. branches of oak or pine<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταβακχιόομαι'}