Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κασίγνητος
κάσις
Κασσάνδρᾱ
κασσίτερος
Κασταλίᾱ
καστόριαι
καστόρνῡμι
κάστωρ
Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
καταβᾱ́ς
View word page
κασώρειον
κασώρειονουnreltd. κασαλβάς brothelAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κασώρειον
Headword (normalized):
κασώρειον
Headword (normalized/stripped):
κασωρειον
IDX:
21180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21181
Key:
κασώρειον

Data

{'headword_display': '<b>κασώρειον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κασώρειον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>reltd. <Ref>κασαλβάς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>brothel</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κασώρειον'}