Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσάνδρᾱ
κασσίτερος
Κασταλίᾱ
καστόριαι
καστόρνῡμι
κάστωρ
Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
καταβαρέω
καταβαρῡ́νομαι
View word page
κάσχεθε
κάσχεθε
ep.3sg.aor.2
see
κατέχω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάσχεθε
Headword (normalized):
κάσχεθε
Headword (normalized/stripped):
κασχεθε
IDX:
21179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21180
Key:
κάσχεθε
Data
{'headword_display': '<b>κάσχεθε</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάσχεθε<LblR>ep.3sg.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάσχεθε'}