Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κασᾶς
κασίᾱ
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
Κασσάνδρᾱ
κασσίτερος
Κασταλίᾱ
καστόριαι
καστόρνῡμι
κάστωρ
Κάστωρ
κάσχεθε
κασώρειον
κατά
καταβάδην
καταβαθμός
καταβαίνω
καταβακχιόομαι
καταβάλλω
καταβάπτομαι
View word page
κάστωρ
κάστωροροςm beaverHdt.

ShortDef

Castor
the beaver

Debugging

Headword:
κάστωρ
Headword (normalized):
κάστωρ
Headword (normalized/stripped):
καστωρ
IDX:
21177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21178
Key:
κάστωρ

Data

{'headword_display': '<b>κάστωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάστωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>beaver</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάστωρ'}