Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχᾱ́σιον
καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασᾶς
κασίᾱ
κασιγνήτη
κασίγνητος
κάσις
View word page
καρχᾱ́σιον
καρχᾱ́σιονdial.nseeκαρχήσιον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρχᾱ́σιον
Headword (normalized):
καρχᾱ́σιον
Headword (normalized/stripped):
καρχασιον
IDX:
21161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21162
Key:
καρχᾱ́σιον

Data

{'headword_display': '<b>καρχᾱ́σιον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καρχᾱ́σιον</HL><PS>dial.n</PS></HG><XR>see<Ref>καρχήσιον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καρχᾱ́σιον'}