Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχᾱ́σιον
καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασᾶς
κασίᾱ
κασιγνήτη
View word page
καρχαλέος
καρχαλέος η ονep.adjapp.reltd. καρφαλέος, perh. by pop.etym. of personsparchedw.dat.w. thirstIl. AR.of dogsravenousAR.

ShortDef

rough

Debugging

Headword:
καρχαλέος
Headword (normalized):
καρχαλέος
Headword (normalized/stripped):
καρχαλεος
IDX:
21159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21160
Key:
καρχαλέος

Data

{'headword_display': '<b>καρχαλέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρχαλέος</HL> <Infl>η ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety>app.reltd. <Ref>καρφαλέος</Ref>, perh. by pop.etym.</Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>parched<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. thirst</Expl></Tr><Au>Il. AR.</Au></aS1><aS1><Indic>of dogs</Indic><Tr>ravenous</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρχαλέος'}