Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
ἀδρανίη
Ἀδράστεια
Ἄδραστος
ἄδρεπτος
ἄδρηστος
Ἀδρίᾱς
ἁδρός
ἁδροσύνη
ἀφοσίωσις
ἀφόων
View word page
ἀ-δρανής
ἀ-δρανήςέςadjδραίνω of thingsineffective, weakPlu.

ShortDef

inactive, powerless

Debugging

Headword:
ἀδρανής
Headword (normalized):
ἀδρανής
Headword (normalized/stripped):
αδρανης
IDX:
2115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2116
Key:
ἀδρανής

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δρανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-δρανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δραίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>ineffective, weak</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδρανής'}