Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχᾱ́σιον
καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήσιον
View word page
κάρφη
κάρφηηςf straw, hayX.

ShortDef

dry grass, hay

Debugging

Headword:
κάρφη
Headword (normalized):
κάρφη
Headword (normalized/stripped):
καρφη
IDX:
21154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21155
Key:
κάρφη

Data

{'headword_display': '<b>κάρφη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάρφη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>straw, hay</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάρφη'}