Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
καρχᾱ́σιον
View word page
κᾶρυξ
κᾶρυξorκᾱ́ρῡξdial.mseeκῆρυξ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κᾶρυξ
Headword (normalized):
κᾶρυξ
Headword (normalized/stripped):
καρυξ
IDX:
21151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21152
Key:
κᾶρυξ

Data

{'headword_display': '<b>κᾶρυξ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κᾶρυξ<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>κᾱ́ρῡξ</FmHL></VL></HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>κῆρυξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κᾶρυξ'}