Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
καρχαρόδους
View word page
καρῡκοποιέω
καρῡκοποιέωcontr.vb fig., of a demagogueserve up sauceapp.ref. to using elaborate or rabble-rousing languageAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρῡκοποιέω
Headword (normalized):
καρῡκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καρυκοποιεω
IDX:
21150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21151
Key:
καρῡκοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>καρῡκοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καρῡκοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a demagogue</Indic><Tr>serve up sauce<Expl>app.ref. to using elaborate or rabble-rousing language</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καρῡκοποιέω'}