Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
καρφῡρᾱ́
κάρφω
καρχαλέος
View word page
καρῡ́κινος
καρῡ́κινοςη ονadj of robesthe colour of blood-saucemaroonX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρῡ́κινος
Headword (normalized):
καρῡ́κινος
Headword (normalized/stripped):
καρυκινος
IDX:
21149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21150
Key:
καρῡ́κινος

Data

{'headword_display': '<b>καρῡ́κινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρῡ́κινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of robes</Indic><Def>the colour of blood-sauce</Def><Tr>maroon</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρῡ́κινος'}