Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
ἀδρανίη
Ἀδράστεια
Ἄδραστος
ἄδρεπτος
ἄδρηστος
Ἀδρίᾱς
ἁδρός
ἁδροσύνη
ἀφοσίωσις
View word page
ἄδουτος
ἄδουτοςBoeot.adjseeἄδυτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄδουτος
Headword (normalized):
ἄδουτος
Headword (normalized/stripped):
αδουτος
IDX:
2114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2115
Key:
ἄδουτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄδουτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄδουτος</HL><PS>Boeot.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄδυτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄδουτος'}