Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
κάρφος
View word page
κάρυα
κάρυαωνn.pl nutsas a foodstuffAr. Philox.Leuc. X. Thphr. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάρυα
Headword (normalized):
κάρυα
Headword (normalized/stripped):
καρυα
IDX:
21146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21147
Key:
κάρυα

Data

{'headword_display': '<b>κάρυα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάρυα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>nuts<Expl>as a foodstuff</Expl></Tr><Au>Ar. Philox.Leuc. X. Thphr. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάρυα'}