Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
κάρφη
καρφολογέω
View word page
κάρτος
κάρτοςep.nκαρτῡ́νωep.vbseeκράτοςκρατῡ́νω

ShortDef

strength, vigour, courage

Debugging

Headword:
κάρτος
Headword (normalized):
κάρτος
Headword (normalized/stripped):
καρτος
IDX:
21145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21146
Key:
κάρτος

Data

{'headword_display': '<b>κάρτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κάρτος</HL><PS>ep.n</PS></HG><HG><HL>καρτῡ́νω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κράτος</Ref><Ref>κρατῡ́νω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάρτος'}