Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
καρφαλέος
View word page
καρτερό-χειρ
καρτερόχειρχειροςmasc.fem.adjχείρ of Ares, an athletestrong-handedhHom. B.

ShortDef

strong-handed

Debugging

Headword:
καρτερόχειρ
Headword (normalized):
καρτερόχειρ
Headword (normalized/stripped):
καρτεροχειρ
IDX:
21143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21144
Key:
καρτερόχειρ

Data

{'headword_display': '<b>καρτερό-χειρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρτερό<hyph/>χειρ</HL><Infl>χειρος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Ares, an athlete</Indic><Tr>strong-handed</Tr><Au>hHom. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρτερόχειρ'}