Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
κᾶρυξ
κᾱρύσσω
View word page
καρτερούντως
καρτερούντωςptcpl.advsee under καρτερέω

ShortDef

strongly, stoutly

Debugging

Headword:
καρτερούντως
Headword (normalized):
καρτερούντως
Headword (normalized/stripped):
καρτερουντως
IDX:
21142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21143
Key:
καρτερούντως

Data

{'headword_display': '<b>καρτερούντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καρτερούντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under <Ref>καρτερέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καρτερούντως'}