Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
καρῡκοποιέω
View word page
καρτερό-θῡμος
καρτερόθῡμοςονadjθῡμός of gods, warriors, the windsstout-heartedHom. Hes.of Conflict, Areshard-heartedHes. B.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρτερόθῡμος
Headword (normalized):
καρτερόθῡμος
Headword (normalized/stripped):
καρτεροθυμος
IDX:
21140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21141
Key:
καρτερόθῡμος

Data

{'headword_display': '<b>καρτερό-θῡμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρτερό<hyph/>θῡμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θῡμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gods, warriors, the winds</Indic><Tr>stout-hearted</Tr><Au>Hom. Hes.</Au></aS1><aS1><Indic>of Conflict, Ares</Indic><Tr>hard-hearted</Tr><Au>Hes. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρτερόθῡμος'}