Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
κάρυα
Καρύαι
καρῡκεύω
καρῡ́κινος
View word page
καρτερο-βρέντᾱς
καρτεροβρέντᾱςdial.masc.adjβρέμω of Zeuswith mighty thunderPi.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρτεροβρέντᾱς
Headword (normalized):
καρτεροβρέντᾱς
Headword (normalized/stripped):
καρτεροβρεντας
IDX:
21139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21140
Key:
καρτεροβρέντᾱς

Data

{'headword_display': '<b>καρτερο-βρέντᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρτερο<hyph/>βρέντᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>βρέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Zeus</Indic><Tr>with mighty thunder</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'καρτεροβρέντᾱς'}