Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
κάρτιστος
κάρτος
View word page
καρτέρημα
καρτέρημαατοςn act of enduringendurance, perseveranceby the soulPl.

ShortDef

an act of patience

Debugging

Headword:
καρτέρημα
Headword (normalized):
καρτέρημα
Headword (normalized/stripped):
καρτερημα
IDX:
21135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21136
Key:
καρτέρημα

Data

{'headword_display': '<b>καρτέρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρτέρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>act of enduring</Def><Tr>endurance, perseverance<Expl>by the soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρτέρημα'}