Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόχειρ
View word page
καρτερ-αίχμᾱς
καρτεραίχμᾱςdial.masc.adjκαρτερόςαἰχμή of Heraklesmighty with the spearPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρτεραίχμᾱς
Headword (normalized):
καρτεραίχμᾱς
Headword (normalized/stripped):
καρτεραιχμας
IDX:
21133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21134
Key:
καρτεραίχμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>καρτερ-αίχμᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρτερ<hyph/>αίχμᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>καρτερός</Ref><Ref>αἰχμή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Herakles</Indic><Tr>mighty with the spear</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρτεραίχμᾱς'}