Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
καρτερόθῡμος
καρτερός
καρτερούντως
View word page
καρταί-πους
καρταίπουςποδοςmπούς sturdy-footed animalref. to a bullPi.

ShortDef

larger cattle, beasts

Debugging

Headword:
καρταίπους
Headword (normalized):
καρταίπους
Headword (normalized/stripped):
καρταιπους
IDX:
21132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21133
Key:
καρταίπους

Data

{'headword_display': '<b>καρταί-πους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρταί<hyph/>πους</HL><Infl>ποδος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sturdy-footed animal<Expl>ref. to a bull</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρταίπους'}