Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
καρτεροβρέντᾱς
View word page
καρρέζω
καρρέζωep.vbseeκαταρρέζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρρέζω
Headword (normalized):
καρρέζω
Headword (normalized/stripped):
καρρεζω
IDX:
21129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21130
Key:
καρρέζω

Data

{'headword_display': '<b>καρρέζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καρρέζω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταρρέζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καρρέζω'}