Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
ἀδρανίη
Ἀδράστεια
Ἄδραστος
ἄδρεπτος
ἄδρηστος
Ἀδρίᾱς
ἁδρός
View word page
ἄ-δουλος
ἄ-δουλοςονadjδοῦλος lacking slavesE.dub.

ShortDef

unattended by slaves

Debugging

Headword:
ἄδουλος
Headword (normalized):
ἄδουλος
Headword (normalized/stripped):
αδουλος
IDX:
2112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2113
Key:
ἄδουλος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-δουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-δουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>lacking slaves</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄδουλος'}