Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
καρτερικός
View word page
κάρπωσις
κάρπωσιςεωςf fruits of taxationrevenuefr. a provinceX.

ShortDef

use

Debugging

Headword:
κάρπωσις
Headword (normalized):
κάρπωσις
Headword (normalized/stripped):
καρπωσις
IDX:
21128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21129
Key:
κάρπωσις

Data

{'headword_display': '<b>κάρπωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάρπωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>fruits of taxation</Def><Tr>revenue<Expl>fr. a province</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάρπωσις'}