Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερίᾱ
View word page
καρπώματα
καρπώματατωνn.pl ripening fruitsw. sexual connot.A.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρπώματα
Headword (normalized):
καρπώματα
Headword (normalized/stripped):
καρπωματα
IDX:
21127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21128
Key:
καρπώματα

Data

{'headword_display': '<b>καρπώματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρπώματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>ripening fruits<Expl>w. sexual connot.</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρπώματα'}