Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
View word page
καρπόω
καρπόωcontr.vbsee underκαρπόομαι

ShortDef

to bear fruit

Debugging

Headword:
καρπόω
Headword (normalized):
καρπόω
Headword (normalized/stripped):
καρποω
IDX:
21126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21127
Key:
καρπόω

Data

{'headword_display': '<b>καρπόω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καρπόω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see under<Ref>καρπόομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καρπόω'}