Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
καρτερέω
View word page
καρποφορέω
καρποφορέωcontr.vbκαρποφόρος of plants, the earthproduce a cropbear fruitX. NT.fig., of persons, envisaged as seedsNT.

ShortDef

to bear fruit

Debugging

Headword:
καρποφορέω
Headword (normalized):
καρποφορέω
Headword (normalized/stripped):
καρποφορεω
IDX:
21124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21125
Key:
καρποφορέω

Data

{'headword_display': '<b>καρποφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καρποφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>καρποφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of plants, the earth</Indic><Def>produce a crop</Def><Tr>bear fruit</Tr><Au>X. NT.</Au><vS2><Indic>fig., of persons, envisaged as seeds</Indic><Au>NT.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καρποφορέω'}