Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
καρτεραίχμᾱς
View word page
καρπο-φάγος
καρποφάγοςονadjφαγεῖν of animalsherbivorousopp. carnivorousArist.

ShortDef

living on fruit

Debugging

Headword:
καρποφάγος
Headword (normalized):
καρποφάγος
Headword (normalized/stripped):
καρποφαγος
IDX:
21123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21124
Key:
καρποφάγος

Data

{'headword_display': '<b>καρπο-φάγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρπο<hyph/>φάγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Tr>herbivorous<Expl>opp. carnivorous</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρποφάγος'}