Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρπάλιμος
καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
κάρρων
κάρτα
καρταίπους
View word page
καρπο-τελής
καρποτελήςέςadjκαρπός1τέλος of the earthproducing a harvestfecund, fruitfulA.

ShortDef

bringing fruit to perfection, fruitful

Debugging

Headword:
καρποτελής
Headword (normalized):
καρποτελής
Headword (normalized/stripped):
καρποτελης
IDX:
21122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21123
Key:
καρποτελής

Data

{'headword_display': '<b>καρπο-τελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρπο<hyph/>τελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref><Ref>τέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the earth</Indic><Def>producing a harvest</Def><Tr>fecund, fruitful</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρποτελής'}