Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Κᾱρός
κάρος
καρπαίᾱ
καρπάλιμος
καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
καρποφόρος
καρπόω
καρπώματα
κάρπωσις
καρρέζω
View word page
καρπο-ποιός
καρποποιόςόνadjποιέω of Demetercrop-producingE.

ShortDef

making fruit

Debugging

Headword:
καρποποιός
Headword (normalized):
καρποποιός
Headword (normalized/stripped):
καρποποιος
IDX:
21119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21120
Key:
καρποποιός

Data

{'headword_display': '<b>καρπο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καρπο<hyph/>ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Demeter</Indic><Tr>crop-producing</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καρποποιός'}