Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
ἀδρανίη
Ἀδράστεια
Ἄδραστος
ἄδρεπτος
ἄδρηστος
Ἀδρίᾱς
View word page
ἀδουλίᾱ
ἀδουλίᾱᾱςfἄδουλος lack of slavesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδουλίᾱ
Headword (normalized):
ἀδουλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αδουλια
IDX:
2111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2112
Key:
ἀδουλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀδουλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀδουλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄδουλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of slaves</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀδουλίᾱ'}