Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρκίνος
Καρνεῖος
καρόομαι
καρός
κᾱρός
Κᾱρός
κάρος
καρπαίᾱ
καρπάλιμος
καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
καρποφορέω
View word page
καρπεύω
καρπεύωvbκαρπός1 harvest the crops ofcultivate, farman area of landPlb.

ShortDef

enjoy the fruits of

Debugging

Headword:
καρπεύω
Headword (normalized):
καρπεύω
Headword (normalized/stripped):
καρπευω
IDX:
21114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21115
Key:
καρπεύω

Data

{'headword_display': '<b>καρπεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καρπεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>καρπός<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>harvest the crops of</Def><Tr>cultivate, farm</Tr><Obj>an area of land<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καρπεύω'}