Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρκαίρω
καρκίνος
Καρνεῖος
καρόομαι
καρός
κᾱρός
Κᾱρός
κάρος
καρπαίᾱ
καρπάλιμος
καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποτελής
καρποφάγος
View word page
καρπείᾱ
καρπείᾱᾱςfκαρπεύω revenueprofitfr. a territoryPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρπείᾱ
Headword (normalized):
καρπείᾱ
Headword (normalized/stripped):
καρπεια
IDX:
21113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21114
Key:
καρπείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καρπείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καρπείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καρπεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>revenue<or/>profit<Expl>fr. a territory</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καρπείᾱ'}