Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
καρκαίρω
καρκίνος
Καρνεῖος
καρόομαι
καρός
κᾱρός
Κᾱρός
κάρος
καρπαίᾱ
καρπάλιμος
καρπείᾱ
καρπεύω
καρπίζω
κάρπιμος
καρπογονίᾱ
καρπόομαι
καρποποιός
καρπός
View word page
κάρος
κάροςουm stupor, dizziness, swooning-fitAR. Plu.

ShortDef

Carus
heavy sleep, torpor

Debugging

Headword:
κάρος
Headword (normalized):
κάρος
Headword (normalized/stripped):
καρος
IDX:
21110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21111
Key:
κάρος

Data

{'headword_display': '<b>κάρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>stupor, dizziness, swooning-fit</Tr><Au>AR. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάρος'}