Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔δονᾱ́
ᾱ̓δονίς
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξίᾱ
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἅδος
ἄδοτος
ἀδουλίᾱ
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἄδουτος
ἀδρανής
ἀδρανίη
Ἀδράστεια
Ἄδραστος
ἄδρεπτος
ἄδρηστος
View word page
ἄ-δοτος
ἄ-δοτοςονadjprivatv.prfx.,δίδωμι of a godnot receiving giftshHom.

ShortDef

without gifts

Debugging

Headword:
ἄδοτος
Headword (normalized):
ἄδοτος
Headword (normalized/stripped):
αδοτος
IDX:
2110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2111
Key:
ἄδοτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-δοτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-δοτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>δίδωμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Tr>not receiving gifts</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄδοτος'}