Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
καρκαίρω
καρκίνος
Καρνεῖος
καρόομαι
καρός
κᾱρός
Κᾱρός
κάρος
View word page
κᾶρι
κᾶριAeol.dat.seeκήρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κᾶρι
Headword (normalized):
κᾶρι
Headword (normalized/stripped):
καρι
IDX:
21100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21101
Key:
κᾶρι

Data

{'headword_display': '<b>κᾶρι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κᾶρι<LblR>Aeol.dat.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κήρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κᾶρι'}