Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κάρδαμον
καρδίᾱ
καρδιογνώστης
καρδιόδηκτος
καρδιοφύλαξ
κάρδοπος
καρῇ
κάρη
καρηβαρέω
κάρηνα
κάρητι
κᾶρι
Κᾱρίᾱ
κᾱρίς
καρκαίρω
καρκίνος
Καρνεῖος
καρόομαι
καρός
κᾱρός
Κᾱρός
View word page
κάρητι
κάρητι
ep.Ion.dat.
κάρητος
gen.
see
κάρᾱ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάρητι
Headword (normalized):
κάρητι
Headword (normalized/stripped):
καρητι
IDX:
21099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21100
Key:
κάρητι
Data
{'headword_display': '<b>κάρητι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάρητι<LblR>ep.Ion.dat.</LblR></RefFm><RefFm>κάρητος<LblR>gen.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κάρᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάρητι'}